- κελάδησαν
- κελαδέωsound as flowing wateraor ind act 3rd pl (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επικελαδώ — ἐπικελαδῶ, έω (ποιητ. τ.) (Α) επιδοκιμάζω κάτι διά βοής, επευφημώ («ὧς Ἕκτωρ ἀγόρευ’, ἐπὶ δὲ Τρῶες κελάδησαν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κελαδώ «φωνάζω δυνατά»] … Dictionary of Greek